ασχημία

ασχημία
η
βλ. ασκημιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασχημία — και ασκήμια και ασκημιά, η (Μ ἀσχημία και ἀσκημία και ἀσχημιά και ἀσκημιά) 1. το να είναι κάποιος άσχημος, δύσμορφος, η δυσμορφία 2. ανάρμοστη πράξη …   Dictionary of Greek

  • ασκήμια — και ασχήμια και ασχημία, η (Μ ἀσκημία και ἀσχημία) 1. η ιδιότητα του άσχημου, η κακή εμφάνιση 2. η ανάρμοστη πράξη …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • αειδία — ἀειδία, η (Α) [ἀειδὴς] δυσμορφία, ασχήμια …   Dictionary of Greek

  • αισχρούργημα — το (Μ αἰσχρούργημα) νεοελλ. κακότεχνο έργο, τερατούργημα, εξάμβλωμα (αντίθ. καλλιτέχνημα) μσν. αισχρή πράξη, ασχημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρουργηματικός] …   Dictionary of Greek

  • αισχρότητα — η (Α αἰσχρότης) [αἰσχρός] (νεοελλ. μσν.) 1. η ιδιότητα τού αισχρού, αχρειότητα 2. ανήθικη πράξη, κακοήθεια μσν. ασχημοσύνη, ασέλγεια, (ευφημ.) η αιδοιολειξία* αρχ. ασχήμια, δυσμορφία …   Dictionary of Greek

  • αμορφία — η (Α ἀμορφία) [ἄμορφος] έλλειψη μορφής, σχήματος αρχ. δυσμορφία, ασχήμια …   Dictionary of Greek

  • ανορθογραφία — η 1. ορθογραφικό σφάλμα 2. η ιδιότητα ή το ελάττωμα του ανορθόγραφου 3. μτφ. δυσαρμονία, παρατυπία, ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. ανορθόγραφος. Η λ. στον πληθ. ανορθογραφίαι, αι μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • απρέπεια — η (AM ἀπρέπεια) έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας νεοελλ. κακή, απρεπής ενέργεια αρχ. ασχήμια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”